μελέτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελέτη | οι | μελέτες |
γενική | της | μελέτης | των | μελετών |
αιτιατική | τη | μελέτη | τις | μελέτες |
κλητική | μελέτη | μελέτες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελέτη < αρχαία ελληνική μελέτη
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελέτη θηλυκό
- η πνευματική ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο γνώσης
- η μελέτη του ουράνιου τόξου
- (συνεκδοχικά) το πόρισμα μιας έρευνας
- κατάφερε να δημοσιεύσει τη μελέτη του για το ουράνιο τόξο
- προσεκτικό και συστηματικό διάβασμα με στόχο την εκμάθηση ή στην κατανόηση ενός αντικειμένου
- έχει αφοσιωθεί στη μελέτη για το αυριανό διαγώνισμα
- (ειδικότερα) ο σχεδιασμός και οι επιστημονικές έρευνες πριν εκτελεστεί μια εργασία
- μελέτη για την κατασκευή θερμοκηπίου
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελέτη
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μελέτη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελέτη θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)