studio
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
studio | studios |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]studio (en)
- το στούντιο, ένα δωμάτιο όπου ηχογραφούνται και μεταδίδονται ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά προγράμματα· ή όπου ηχογραφείται μουσική
- ⮡ a photo/television studio - φωτογραφικό/τηλεοπτικό στούντιο
- το στούντιο, ένα μέρος όπου γυρίζονται φιλμ
- ⮡ a film studio - κινηματογραφικό στούντιο
- το στούντιο, το ατελιέ, εργαστήριο καλλιτέχνη
- ⮡ the studio of a painter/sculptor/photographer - το ατελιέ ενός ζωγράφου/ενός γλύπτη/ενός φωτογράφου
- το στούντιο, η γκαρσονιέρα, ένα μικρό διαμέρισμα με ένα κυρίως δωμάτιο για καθιστικό και ύπνο και συνήθως κουζίνα και μπάνιο
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
studio | studios |
studio (fr) αρσενικό
- η γκαρσονιέρα, το στούντιο
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]studio (it)
- η μελέτη
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]studio (pl) ουδέτερο
- στούντιο με τις έννοιες:
- χώρος για κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση
- ατελιέ
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)