studio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
studio studios

studio (fr) αρσενικό



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

studio < λατινική studium

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

studio (it)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

studio (pl) ουδέτερο

  1. στούντιο με τις έννοιες:
    • χώρος για κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση
    • ατελιέ