studio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
studio | studios |
studio (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
studio (it)
- η μελέτη
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
studio (pl) ουδέτερο
- στούντιο με τις έννοιες:
- χώρος για κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση
- ατελιέ