Μετάβαση στο περιεχόμενο

πόρισμα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: πορισμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πόρισμα τα πορίσματα
      γενική του πορίσματος των πορισμάτων
    αιτιατική το πόρισμα τα πορίσματα
     κλητική πόρισμα πορίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πόρισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πόρισμα[1] < αρχαία ελληνική πορίζω < πόρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpo.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πόρισμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόρισμα ουδέτερο

  1. ό,τι αποκομίζεται από τεκμηριωμένη έρευνα ή μελέτη
      εισαγγελικό πόρισμα
      πόρισμα ανακριτικής επιτροπής
      πόρισμα ερευνητικής ομάδας
  2. (μαθηματικά) το συμπέρασμα, αποτέλεσμα μιας απόδειξης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]