conclusion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conclusion | conclusions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conclusion (en)
- το συμπέρασμα, το πόρισμα, κάτι που αποφασίζω όταν σκέφτηκα όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με την κατάσταση
- ↪ The conclusion of the scientists is interesting.
- Το συμπέρασμα των επιστημόνων είναι ενδιαφέρον.
- ↪ The conclusion of the scientists is interesting.
- το τέλος, ο επίλογος, το τέλος κάτι όπως ένας λόγος ή ένα γραπτό
- ↪ at the conclusion of his speech - στο τέλος του λόγου του
- (μη μετρήσιμο) η σύναψη
- ↪ the conclusion of the peace treaty - η σύναψη της συνθήκης ειρήνης
- ≈ συνώνυμα: completion
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conclusion (fr)
- το συμπέρασμα
- η κατάληξη