πορίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πορίζω < αρχαία ελληνική πορίζω < πόρος + -ίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]πορίζω
- παρέχω, προμηθεύω
- ανοίγω δρόμο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πορίζω | πόριζα | θα πορίζω | να πορίζω | πορίζοντας | |
β' ενικ. | πορίζεις | πόριζες | θα πορίζεις | να πορίζεις | πόριζε | |
γ' ενικ. | πορίζει | πόριζε | θα πορίζει | να πορίζει | ||
α' πληθ. | πορίζουμε | πορίζαμε | θα πορίζουμε | να πορίζουμε | ||
β' πληθ. | πορίζετε | πορίζατε | θα πορίζετε | να πορίζετε | πορίζετε | |
γ' πληθ. | πορίζουν(ε) | πόριζαν πορίζαν(ε) |
θα πορίζουν(ε) | να πορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πόρισα | θα πορίσω | να πορίσω | πορίσει | ||
β' ενικ. | πόρισες | θα πορίσεις | να πορίσεις | πόρισε | ||
γ' ενικ. | πόρισε | θα πορίσει | να πορίσει | |||
α' πληθ. | πορίσαμε | θα πορίσουμε | να πορίσουμε | |||
β' πληθ. | πορίσατε | θα πορίσετε | να πορίσετε | πορίστε | ||
γ' πληθ. | πόρισαν πορίσαν(ε) |
θα πορίσουν(ε) | να πορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πορίσει | είχα πορίσει | θα έχω πορίσει | να έχω πορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πορίσει | είχες πορίσει | θα έχεις πορίσει | να έχεις πορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πορίσει | είχε πορίσει | θα έχει πορίσει | να έχει πορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πορίσει | είχαμε πορίσει | θα έχουμε πορίσει | να έχουμε πορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πορίσει | είχατε πορίσει | θα έχετε πορίσει | να έχετε πορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πορίσει | είχαν πορίσει | θα έχουν πορίσει | να έχουν πορίσει |
|