Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποκομίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκομίζω < αρχαία ελληνική ἀποκομίζω < ἀπό + κομίζω

αποκομίζω (παθητική φωνή: αποκομίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]