study
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
study | studies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
study (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | study |
γ΄ ενικό ενεστώτα | studies |
αόριστος | studied |
παθητική μετοχή | studied |
ενεργητική μετοχή | studying |
study (en)