σχολιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχολιαστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχολιαστής[1] < σχολιάζω < σχόλιον < σχολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)
- για τους δημοσιογράφους < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική commentateur
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sxo.li.aˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχο‐λι‐α‐στής
- ομόηχο: σχολιαστείς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχολιαστής αρσενικό (θηλυκό σχολιάστρια)
- αυτός που σχολιάζει, που γράφει ή εκφέρει σχόλια
- (φιλολογία) οι αρχαίοι σχολιαστές: που έγραφαν επεξηγηματικά σχόλια συνήθως στα περιθώρια χειρογράφων ελληνικών ή λατινικών κειμένων
- δημοσιογράφος που σχολιάζει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]φιλολογία: οι νεολατινικοί όροι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχολιαστής
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σχολιαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)