σχολιάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχολιάστρια < σχολιαστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχολιάστρια θηλυκό
- θηλυκό του σχολιαστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχολιάστρια