setter
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]setter (en)
- κάποιος που θέτει, που βάζει
- (θηλαστικό ζώο) σέτερ
- (αθλητισμός) (βόλεϊ) πασαδόρος