upset
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
upset (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
upset (en)
- εκνευρίζω, αναστατώνω κάποιον
- διαταράσσω, διακόπτω κάτι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
upset (en)
- διακοπή, ενόχληση
- απρόσμενη νίκη ενός αουτσάιντερ, ανατροπή
- ναυτία όταν αναφέρεται στο στομάχι