Μετάβαση στο περιεχόμενο

upset

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός upset
συγκριτικός more upset
υπερθετικός most upset

upset (en)

  1. αναστατωμένος, αναστατώνομαι, εκνευρισμένος, εκνευρίζομαι, ταραγμένος, ταράζομαι, στενοχωριέμαι, στενοχωρημένος, που είναι δυσαρεστημένος ή απογοητευμένος εξαιτίας κάτι δυσάρεστου που έχει συμβεί
      I was upset all night because the child was late coming home.
    Ήμουν αναστατωμένη όλη νύχτα, γιατί το παιδί αργούσε να γυρίσει.
      I was upset to learn that that happened.
    Αναστατώθηκα μαθαίνοντας ότι αυτό συνέβη.
      She never gets upset.
    Δεν εκνευρίζεται ποτέ.
      I am so upset that I’m shaking all over.
    Είμαι τόσο ταραγμένος, ώστε τρέμω ολόκληρος.
      I have been so upset that I can’t sleep.
    Έχω ταραχτεί τόσο πολύ που δεν μπορώ να κοιμηθώ.
      He became upset when he heard the unpleasant news.
    Στενοχωρήθηκε, όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα.
      She is upset, because she missed her flight.
    Είναι στενοχωρημένη, γιατί έχασε την πτήση της.
     συνώνυμα:  agitated, angry, bothered, distressed και troubled
  2. που έχει στομαχικές ενοχλήσεις
      I have an upset stomach.
    Έχω ένα ανακάτεμα στο στομάχι.
      My stomach is upset.
    Χάλασε το στομάχι μου.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

upset (en)

  1. διακοπή, ενόχληση
  2. απρόσμενη νίκη ενός αουτσάιντερ, ανατροπή
  3. ναυτία όταν αναφέρεται στο στομάχι
ενεστώτας upset
γ΄ ενικό ενεστώτα upsets
αόριστος upset
παθητική μετοχή upset
ενεργητική μετοχή upsetting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

upset (en)

  1. εκνευρίζω, αναστατώνω κάποιον, δημιουργώ σε κάποιον άσχημη διάθεση, χαλάω
      this incident upset me
    αυτό το περιστατικό με χάλασε
  2. διαταράσσω, διακόπτω κάτι
  3. προκαλώ σε κάποιον αδιαθεσία, χαλάω
      This sweet upset me.
    Αυτό το γλυκό με χάλασε.
     συνώνυμα: sicken

Συνώνυμα

[επεξεργασία]