outset
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈaʊtsɛt/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
outset (en)
- αρχή, εισαγωγή, το ξεκίνημα, το προοίμιο
- ↪ He knew what I was going to say from the outset
- Ήξερε τι θα έλεγα από την εισαγωγή (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ↪ He knew what I was going to say from the outset
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- at the start
- from the start