Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
καθορισμένος
1 γλώσσα
English
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καθορισμέν
ος
η
καθορισμέν
η
το
καθορισμέν
ο
γενική
του
καθορισμέν
ου
της
καθορισμέν
ης
του
καθορισμέν
ου
αιτιατική
τον
καθορισμέν
ο
την
καθορισμέν
η
το
καθορισμέν
ο
κλητική
καθορισμέν
ε
καθορισμέν
η
καθορισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καθορισμέν
οι
οι
καθορισμέν
ες
τα
καθορισμέν
α
γενική
των
καθορισμέν
ων
των
καθορισμέν
ων
των
καθορισμέν
ων
αιτιατική
τους
καθορισμέν
ους
τις
καθορισμέν
ες
τα
καθορισμέν
α
κλητική
καθορισμέν
οι
καθορισμέν
ες
καθορισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
καθορισμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καθορίζω
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
καθορισμένος
, -η, -ο
που έχει
καθοριστεί
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
ακαθόριστος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
καθορισμένος
γαλλικά
:
convenu
(fr)
,
prescrit
(fr)
,
déterminé
(fr)
,
fixé
(fr)
τουρκικά
:
belirlenmiş
(tr)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
καθορισμένος
1 γλώσσα
Προσθήκη θέματος