déterminé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
déterminé < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό déterminé déterminés
θηλυκό déterminée déterminées

déterminé (fr)

  1. προσδιορισμένος
  2. αποφασισμένος
  3. καθορισμένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déterminé déterminés

déterminé (fr) αρσενικό

  1. το προσδιορισμένο

Συγγενικά

[επεξεργασία]