déterminisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.tɛʁ.mi.nism/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déterminisme | déterminismes |
déterminisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
déterminisme | déterminismes |
déterminisme (fr) αρσενικό