Μετάβαση στο περιεχόμενο

déterministe

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
déterministe < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déterministe déterministes

déterministe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
déterministe déterministes

déterministe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]