έτοιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έτοιμος < αρχαία ελληνική ἕτοιμος / ἑτοῖμος
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
έτοιμος, -η, -ο
- που έχει ολοκληρώσει όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές ενέργειες για να προχωρήσει σε μια πράξη ή να αντιμετωπίσει μια κατάσταση
- έφτιαξα τις βαλίτσες μου και είμαι έτοιμος για ταξίδι
- ήταν έτοιμος να πεθάνει για την πατρίδα του
- που λόγω χαρακτήρα ή συνθηκών έχει διαρκώς μια τάση να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με πάγια τακτική, παρόμοιο τρόπο
- Αμάν πια! Έτοιμος για καβγά είσαι πάντα!
- που έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του ή οποιαδήποτε άλλη εργασία (επισκευή, συντήρηση κλπ)
- που το έχει ετοιμάσει ή φροντίσει κάποιος άλλος για μας
- έτοιμο φαγητό: δεν μαγειρεύτηκε στο σπίτι, αλλά αγοράστηκε από εστιατόριο
- αυτός πάει στο ράφτη, δεν παίρνει έτοιμο ρούχο από ετοιματζίδικο
- είναι πολύ καλομαθημένος και έχει συνηθίσει να τα βρίσκει όλα έτοιμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έσο έτοιμος (έμβλημα των προσκόπων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έτοιμος
|