ετοιμοπόλεμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετοιμοπόλεμος η ετοιμοπόλεμη το ετοιμοπόλεμο
      γενική του ετοιμοπόλεμου της ετοιμοπόλεμης του ετοιμοπόλεμου
    αιτιατική τον ετοιμοπόλεμο την ετοιμοπόλεμη το ετοιμοπόλεμο
     κλητική ετοιμοπόλεμε ετοιμοπόλεμη ετοιμοπόλεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετοιμοπόλεμοι οι ετοιμοπόλεμες τα ετοιμοπόλεμα
      γενική των ετοιμοπόλεμων των ετοιμοπόλεμων των ετοιμοπόλεμων
    αιτιατική τους ετοιμοπόλεμους τις ετοιμοπόλεμες τα ετοιμοπόλεμα
     κλητική ετοιμοπόλεμοι ετοιμοπόλεμες ετοιμοπόλεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετοιμοπόλεμος < έτοιμος + -ο- + πόλεμος

Επίθετο[επεξεργασία]

ετοιμοπόλεμος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]