set foot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
set foot (en)
- (ιδιωματισμός) μπαίνω ή επισκέπτομαι ένα μέρος
- ↪ He shall never set foot in my house again.
- Δεν θα ξαναμπεί (δεν θα ξαναπατήσει το πόδι του) στο σπίτι μου.
- ↪ He shall never set foot in my house again.