foot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
foot | feet |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
foot (en)
- πόδι, το τμήμα κάτω από τον αστράγαλο
- elephants have very large flat feet
- το πόδι ενός αντικειμένου
- one of the chair's feet was broken
- πόδι, μονάδα μέτρησης μήκους
- there are three feet in a yard, and a little more than three feet in a meter
- μια ομάδα συλλαβών από ένα στίχο που ακολουθεί ένα μέτρο
- το κατώτερο μέρος, π.χ. ενός βουνού ή μιας σελίδας
- το μέρος ενός κρεβατιού, τάφου, κλπ στο οποίο βάζει κανείς τα πόδια
- the dog lay at the foot of the bed sleeping
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
foot (fr) αρσενικό
- (οικείο) το ποδόσφαιρο
- jouer au foot - παίζω ποδόσφαιρο