Μετάβαση στο περιεχόμενο

μελοποιώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μελοποιώ < μέλος (λυρικό άσμα, μελωδία) + ποιώ (φτιάχνω, κάνω)

μελοποιώ

  • μετατρέπω ένα κείμενο σε τραγούδι προσθέτοντας τη μουσική στους στίχους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]