set in motion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
set in motion (en)
- (ιδιωματισμός) βάζω μπρος, θέτω κάτι σε κίνηση, ξεκινάω κάτι να κινείται
- ↪ It’s time we set the machines in motion.
- Καιρός να βάλουμε μπρος τις μηχανές.
- ↪ It’s time we set the machines in motion.