be set on something

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

be set on something < → δείτε τις λέξεις be, set, on και something

Έκφραση[επεξεργασία]

be set on something (en)

  • (ιδιωματισμός) βάλθηκα να, θέλω να κάνω ή να έχω κάτι πάρα πολύ, είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι
    He is set on getting rich quickly.
    Βάλθηκε να πλουτίσει γρήγορα.
    They are set on changing the world.
    Έχουν βαλθεί να αλλάξουν τον κόσμο.
    He was set on becoming a doctor.
    Είχε βαλθεί να γίνει γιατρός.
    He is set on getting to his destination.
    Είναι αποφασισμένος να φτάσει στον προορισμό του.

Πηγές[επεξεργασία]