Μετάβαση στο περιεχόμενο

something

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
something < some + thing

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsam .θɪŋ/

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

something (en)

  1. κάτι
      I bought something that you will like a lot.
    Αγόρασα κάτι που θα σου αρέσει πολύ.
    συντομογραφία: sth
  2. (ανεπίσημο) τόσος, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι μια περιγραφή ή ένα ποσό κτλ. δεν είναι ακριβές
      Until nineteen hundred (and) something.
    Στα χίλια εννιακόσια τόσα.
      One hundred twenty something drachma.
    Εκατόν είκοσι τόσες δραχμές.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]