τοπωνυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοπωνυμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική toponymie < αρχαία ελληνική τόπος + -ωνυμία (< ὄνυμα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοπωνυμία θηλυκό
- άλλη μορφή του τοπωνύμιο
- ※ πλάκα: τοπωνυμία συνήθης εις χ. εις τοποθεσίας όπου υπάρχουν μεγάλαι πέτραι ομαλαί ισουψείς με το έδαφος (Ηπειρωτικά χρονικά, Τόμοι 7-8, 1932, σελ. 238 σ.σ. με το χ. εννοείται χωριά)
- η μελέτη των τοπικών ονομασιών, με βάση ετυμολογικές, ιστορικές και γεωγραφικές πληροφορίες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Το Μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας, μονοτονικό, Μαλλιάρης Παιδεία, 1984, σελ. 927
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)