έκτοπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έκτοπος | η | έκτοπη | το | έκτοπο |
γενική | του | έκτοπου | της | έκτοπης | του | έκτοπου |
αιτιατική | τον | έκτοπο | την | έκτοπη | το | έκτοπο |
κλητική | έκτοπε | έκτοπη | έκτοπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έκτοποι | οι | έκτοπες | τα | έκτοπα |
γενική | των | έκτοπων | των | έκτοπων | των | έκτοπων |
αιτιατική | τους | έκτοπους | τις | έκτοπες | τα | έκτοπα |
κλητική | έκτοποι | έκτοπες | έκτοπα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκτοπος < αρχαία ελληνική ἔκτοπος ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική ectopic)
Επίθετο
[επεξεργασία]έκτοπος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έκτοπος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)