employer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
employer | employers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- employer < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική employeur. Μορφολογικά αναλύεται σε employ + -er. (μαρτυρείται από το 1595)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪmˈplɔɪ.ər/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ɪmˈplɔɪ.ɚ/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : em‐ploy‐er
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
employer (en)
- ο εργοδότης / η εργοδότρια
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- employer - Cambridge Dictionary online
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- employer < (κληρονομημένο) μέση γαλλική employer < παλαιά γαλλική emploier, emploiier < λατινική implicāre
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃.plwa.je/
Ρήμα[επεξεργασία]
employer (fr)
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -er (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση γαλλική (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ρήματα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)