Μετάβαση στο περιεχόμενο

employee

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
employee employees

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

employee (en)

  • ο υπάλληλος
      The company must compensate the employees it will fire.
    Η εταιρεία πρέπει να αποζημιώσει τους υπαλλήλους που θα απολύσει.