Arbeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Arbeit < arbaiþi
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Arbeit (de) θηλυκό