business
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
business | businesses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]business (en)
- (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) οι δουλειές, επιχειρηματικός, επιχειρησιακός, η επιχειρηματική δραστηριότητα
- ⮡ What business is he in?/What is his line of business?
- Τι δουλειές κάνει;
- ⮡ He is in the tourist business/line of business.
- Κάνει τουριστικές δουλειές.
- ⮡ I close a business deal.
- Κλείνω/πετυχαίνω μια δουλειά.
- ⮡ business risk - επιχειρηματικός κίνδυνος
- ⮡ business income - επιχειρηματικό εισόδημα
- ⮡ business studies - επιχειρησιακές σπουδές
- ⮡ What business is he in?/What is his line of business?
- (μη μετρήσιμο) οι δουλειές, οι επιχειρήσεις, επιχειρηματικός, επιχειρησιακός, που σχετίζεται με τη δουλειά μου
- ⮡ I am going to/I am in Rome for business.
- Πάω/είμαι στη Ρώμη για δουλειές.
- ⮡ I am going into business.
- Αρχίζω επιχειρήσεις.
- ⮡ business acumen - επιχειρηματικό πνεύμα
- ⮡ I am going to/I am in Rome for business.
- (μη μετρήσιμο) οι δουλειές, η ποσότητα ή η ποιότητα της εργασίας που έχει κάνει μια εταιρεία
- ⮡ How is business (going)?
- Πώς πάνε οι δουλειές;
- ⮡ Business is slow.
- Οι δουλειές έχουν κόψει.
- ⮡ Business is looking up.
- Οι δουλειές ανοίγουν.
- ⮡ We are doing big business.
- Κάνουμε μεγάλες δουλειές.
- ⮡ How is business (going)?
- (μετρήσιμο) η επιχείρηση, η εταιρεία, ένας εμπορικός οργανισμός
- ⮡ a profitable/lucrative business - μια κερδοφόρα επιχείρηση
- ⮡ a speculative business - κερδοσκοπική επιχείρηση
- ⮡ I have a small business.
- Έχω μια μικρή επιχείρηση.
- ⮡ a multinational business - πολυεθνική εταιρεία
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enterprise
- (μη μετρήσιμο) η υπόθεση, η δουλειά, ο λογαριασμός, κάτι για το οποίο είναι υπεύθυνο ένα συγκεκριμένο άτομο ή οργανισμός
- ⮡ That is your business, not mine.
- Αυτό είναι δική σου υπόθεση, όχι δική μου.
- ⮡ Mind your own business!
- Κοίτα τις δικές σου υποθέσεις!
- ⮡ It’s my business/It’s none of my business.
- Είναι δουλεία μου./Δεν είναι δουλειά μου.
- ⮡ It’s a teacher’s business to teach you.
- Είναι δουλειά του δάσκαλου να σε μάθει.
- ⮡ What business do you have here?
- Τι δουλειά έχεις εδώ;
- ⮡ It is none of my business.
- Δεν είναι δικός μου λογαριασμός.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη affair
- ⮡ That is your business, not mine.
- (μη μετρήσιμο) οι δοσοληψίες, σημαντικά θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν ή να συζητηθούν
- ⮡ What business do you have with the police?
- Τι δοσοληψίες έχεις με την αστυνομία;
- ⮡ What business do you have with the police?
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- business - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 246, 246-247, 332, 507, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοσοληψία, δουλειά, επιχείρηση, επιχειρηματικός, λογαριασμός, υπόθεση