business

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
business businesses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

business (en)

  1. (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) οι δουλειές, επιχειρηματικός, επιχειρησιακός, η επιχειρηματική δραστηριότητα
    ⮡  What business is he in?/What is his line of business?
    Τι δουλειές κάνει;
    ⮡  He is in the tourist business/line of business.
    Κάνει τουριστικές δουλειές.
    ⮡  I close a business deal.
    Κλείνω/πετυχαίνω μια δουλειά.
    ⮡  business risk - επιχειρηματικός κίνδυνος
    ⮡  business income - επιχειρηματικό εισόδημα
    ⮡  business studies - επιχειρησιακές σπουδές
  2. (μη μετρήσιμο) οι δουλειές, οι επιχειρήσεις, επιχειρηματικός, επιχειρησιακός, που σχετίζεται με τη δουλειά μου
    ⮡  I am going to/I am in Rome for business.
    Πάω/είμαι στη Ρώμη για δουλειές.
    ⮡  I am going into business.
    Αρχίζω επιχειρήσεις.
    ⮡  business acumen - επιχειρηματικό πνεύμα
  3. (μη μετρήσιμο) οι δουλειές, η ποσότητα ή η ποιότητα της εργασίας που έχει κάνει μια εταιρεία
    ⮡  How is business (going)?
    Πώς πάνε οι δουλειές;
    ⮡  Business is slow.
    Οι δουλειές έχουν κόψει.
    ⮡  Business is looking up.
    Οι δουλειές ανοίγουν.
    ⮡  We are doing big business.
    Κάνουμε μεγάλες δουλειές.
  4. (μετρήσιμο) η επιχείρηση, η εταιρεία, ένας εμπορικός οργανισμός
    ⮡  a profitable/lucrative business - μια κερδοφόρα επιχείρηση
    ⮡  a speculative business - κερδοσκοπική επιχείρηση
    ⮡  I have a small business.
    Έχω μια μικρή επιχείρηση.
    ⮡  a multinational business - πολυεθνική εταιρεία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enterprise
  5. (μη μετρήσιμο) η υπόθεση, η δουλειά, ο λογαριασμός, κάτι για το οποίο είναι υπεύθυνο ένα συγκεκριμένο άτομο ή οργανισμός
    ⮡  That is your business, not mine.
    Αυτό είναι δική σου υπόθεση, όχι δική μου.
    ⮡  Mind your own business!
    Κοίτα τις δικές σου υποθέσεις!
    ⮡  It’s my business/It’s none of my business.
    Είναι δουλεία μου./Δεν είναι δουλειά μου.
    ⮡  It’s a teacher’s business to teach you.
    Είναι δουλειά του δάσκαλου να σε μάθει.
    ⮡  What business do you have here?
    Τι δουλειά έχεις εδώ;
    ⮡  It is none of my business.
    Δεν είναι δικός μου λογαριασμός.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη affair
  6. (μη μετρήσιμο) οι δοσοληψίες, σημαντικά θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν ή να συζητηθούν
    ⮡  What business do you have with the police?
    Τι δοσοληψίες έχεις με την αστυνομία;

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
  • business - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 246, 246-247, 332, 507, 918. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δοσοληψία, δουλειά, επιχείρηση, επιχειρηματικός, λογαριασμός, υπόθεση