enterprise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

enterprise (en)

  1. τόλμημα
  2. επιχείρηση (εμπορική, στρατιωτική ή άλλου είδους)
  3. πρωτοβουλία και ενεργητικότητα
  4. (ως επίθετο) επιχειρησιακός