enterprise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
enterprise | enterprises |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
enterprise (en)
- (μετρήσιμο) η επιχείρηση, η εταιρεία, ένας εμπορικός οργανισμός
- (μη μετρήσιμο) η επιχείρηση, η ανάπτυξη των επιχειρήσεων από τους πολίτες μιας χώρας και όχι από την κυβέρνηση
- ↪ private/free enterprise - ιδιωτική/ελεύθερη επιχείρηση
- το τόλμημα
- η πρωτοβουλία και η ενεργητικότητα
- (ως επίθετο) επιχειρησιακός
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- enterprise - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 332. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιχείρηση