subsidiary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

subsidiary (en)

  1. δευτερεύων
  2. εξαρτημένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
subsidiary subsidiaries

subsidiary (en)

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]