τόλμημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τόλμημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τόλμημα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtol.mi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τόλ‐μη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τόλμημα ουδέτερο
- τολμηρή πράξη
- ριψοκίνδυνη ενέργεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη τόλμη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τόλμημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τόλμημᾰ | τὰ | τολμήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | τολμήμᾰτος | τῶν | τολμημᾰ́των |
δοτική | τῷ | τολμήμᾰτῐ | τοῖς | τολμήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | τόλμημᾰ | τὰ | τολμήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | τόλμημᾰ | τολμήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τολμήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τολμημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
[επεξεργασία]- τόλμημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τόλμημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)