company
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
company | companies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
company (en)
- η συναναστροφή, η συντροφιά
- ↪ I keep company to someone - κρατάω συντροφιά σε κάποιον
- η παρέα, η ομάδα
- (θέατρο) θίασος
- (στρατιωτικός όρος) ο λόχος
- η εταιρία
- (ναυτικός όρος) το πλήρωμα