company
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
company | companies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
company (en)
- (μετρήσιμο) η εταιρία, η επιχείρηση, εταιρικός
- ↪ an investment/trust company - εταιρεία επενδύσεων
- ↪ multinational companies - πολυεθνικές επιχειρήσεις
- ↪ company capital - εταιρικό κεφάλαιο
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enterprise
- (μετρήσιμο, θέατρο) ο θίασος
- ↪ the national theater company - ο θίασος του εθνικού θεάτρου
- (μη μετρήσιμο) η συντροφιά, η συναναστροφή, το γεγονός ότι είμαι με κάποιον άλλον και όχι μόνος
- ↪ I keep someone company.
- Κρατάω συντροφιά σε κάποιον.
- ↪ I was glad to have his company on the trip.
- Χάρηκα που είχα τη συντροφιά του στο ταξίδι.
- ↪ I spent the evening in the company of friends.
- Πέρασα τη βραδιά συντροφιά με τους φίλους μου.
- ↪ Bad company led him to crime.
- Οι κακές συναναστροφές τον οδήγησαν στο έγκλημα.
- ≈ συνώνυμα: companionship
- ↪ I keep someone company.
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η συντροφιά, οι καλεσμένοι στο σπίτι μου
- ↪ We’re expecting company.
- Περιμένουμε συντροφιά.
- ↪ We’re expecting company.
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η συντροφιά, η παρέα, μια ομάδα ανθρώπων μαζί
- ↪ We traveled in company.
- Ταξιδέψαμε συντροφιά.
- ↪ We traveled in company.
- (στρατιωτικός όρος) ο λόχος
- (ναυτικός όρος) το πλήρωμα
[επεξεργασία]
- daughter company
- holding company
- incorporated company
- joint-stock company
- limited company
- limited liability company
- parent company
Πηγές[επεξεργασία]
- company - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 332, 339, 835. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιχείρηση, εταιρεία, εταιρικός, συντροφιά