Μετάβαση στο περιεχόμενο

company

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
company companies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

company (en)

  1. (μετρήσιμο) η εταιρία, η επιχείρηση, εταιρικός
    παράδειγμα  an investment/trust company - εταιρεία επενδύσεων
    παράδειγμα  multinational companies - πολυεθνικές επιχειρήσεις
    παράδειγμα  company capital - εταιρικό κεφάλαιο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη enterprise
  2. (μετρήσιμο, θέατρο) ο θίασος
    παράδειγμα  the national theater company - ο θίασος του εθνικού θεάτρου
  3. (μη μετρήσιμο) η παρέα, η συντροφιά, η συναναστροφή, το γεγονός ότι είμαι με κάποιον άλλον και όχι μόνος
    παράδειγμα  He should come more often so I can see him, because I like his company.
    Να έρχεται πιο συχνά να τον βλέπω, γιατί μου αρέσει η παρέα του.
    παράδειγμα  I keep someone company.
    Κρατάω συντροφιά σε κάποιον.
    παράδειγμα  I was glad to have his company on the trip.
    Χάρηκα που είχα τη συντροφιά του στο ταξίδι.
    παράδειγμα  I spent the evening in the company of friends.
    Πέρασα τη βραδιά συντροφιά με τους φίλους μου.
    παράδειγμα  Bad company led him to crime.
    Οι κακές συναναστροφές τον οδήγησαν στο έγκλημα.
     συνώνυμα: companionship
  4. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η συντροφιά, οι καλεσμένοι στο σπίτι μου
    παράδειγμα  We’re expecting company.
    Περιμένουμε συντροφιά.
  5. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η συντροφιά, η παρέα, μια ομάδα ανθρώπων μαζί
    παράδειγμα  We traveled in company.
    Ταξιδέψαμε συντροφιά.
  6. (στρατιωτικός όρος) ο λόχος
  7. (ναυτικός όρος) το πλήρωμα

Παράγωγα

[επεξεργασία]