λόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λόχος | οι | λόχοι |
γενική | του | λόχου | των | λόχων |
αιτιατική | τον | λόχο | τους | λόχους |
κλητική | λόχε | λόχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λόχος < αρχαία ελληνική λόχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λόχος αρσενικό
- μονάδα του στρατού ξηράς μικρότερη από το τάγμα και μεγαλύτερη από διμοιρία, που διοικείται από λοχαγό και αριθμεί περίπου 100 άνδρες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- η μάνα του λόχου: ο επιλοχίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
λόχος < λέχομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λόχος αρσενικό
- η στρατιωτική ενέδρα
- η ενέργεια
- ο τόπος
- το τμήμα του στρατού που χρησιμοποιείται