labor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
labor (en) (ΗΠΑ)
- → δείτε τη λέξη labour
Ρήμα[επεξεργασία]
labor (en) (ΗΠΑ)
- → δείτε τη λέξη labour
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
labor < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *lāb-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
labor αρσενικό (& παλιότερη μορφή labos)
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | labor | laborēs |
γενική | laboris | laborum |
δοτική | laborī | laboribus |
αιτιατική | laborem | laborēs |
κλητική | labor | laborēs |
αφαιρετική | labore | laboribus |