labour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

labour (en) (ΗΒ) και labor (ΗΠΑ)

  1. η προσπάθεια που καταβάλλεται σε μία συγκεκριμένη εργασία
  2. ο άθλος
    the twelve labours of Heracles
  3. οι εργάτες γενικά, η εργατική τάξη, η εργατική δύναμη
  4. (Labour, Labour Party) Το Εργατικό Κόμμα
  5. ο τοκετός

Ρήμα[επεξεργασία]

labour (en)

  1. (αμετάβατο) δουλεύω, μοχθώ
  2. (μεταβατικό) επεξεργάζομαι κάτι λεπτομερώς
  3. (μεταβατικό) καταπονώ, κουράζω
  4. κοιλοπονάω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

(4)