κοιλοπονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιλοπονώ < κοιλιά + -ο- + πονώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κοιλοπονώ

  1. (οικείο) έχω ωδίνες για επικείμενο τοκετό
  2. (μεταφορικά) αγωνιώ, αδημονώ, σκάω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]