αδημονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδημονώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδημονῶ, (ἀδημονέω) < ἀδήμων
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ði.moˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δη‐μο‐νώ
Ρήμα[επεξεργασία]
αδημονώ, πρτ.: αδημονούσα, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) ανυπομονώ, περιμένω με αγωνία
- ※ Ο κόσμος ήταν περισσότερος από ποτέ. Απίστευτα πολύς —τόσο για εκείνους που είχαν ξαναβρεθεί σε πορεία όσο και για κείνους που πρώτη φορά συμμετείχαν. Ξεχείλιζε από παντού το ποδηλατομάνι στο Πεδίον του Άρεως και αδημονούσε να ξεχυθεί στους δρόμους. (εφ. Ελευθεροτυπία, 10.05.2010)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | αδημονώ | αδημονούσα | θα αδημονώ | να αδημονώ | αδημονώντας | |
β' ενικ. | αδημονάς | αδημονούσες | θα αδημονάς | να αδημονάς | ||
γ' ενικ. | αδημονά | αδημονούσε | θα αδημονά | να αδημονά | ||
α' πληθ. | αδημονούμε | αδημονούσαμε | θα αδημονούμε | να αδημονούμε | ||
β' πληθ. | αδημονάτε | αδημονούσατε | θα αδημονάτε | να αδημονάτε | αδημονάτε | |
γ' πληθ. | αδημονούν | αδημονούσαν | θα αδημονούν | να αδημονούν |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)