αγωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγωνία | οι | αγωνίες |
γενική | της | αγωνίας | των | αγωνιών |
αιτιατική | την | αγωνία | τις | αγωνίες |
κλητική | αγωνία | αγωνίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγωνία < αρχαία ελληνική ἀγωνία < ἀγών < ἄγω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂eǵ- (ἄγω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγωνία θηλυκό
- συναίσθημα μεταξύ του φόβου και της αναμονής
- Κοντά στην Άννα και στη Φωτεινή ζούσα κι εγώ τις αγωνίες της παρανομίας. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
[επεξεργασία]
- αγωνιακός
- αγωνιώ
- αγωνιώδης
- αγωνιώδικα
- αγωνιώδικος
- εναγώνια
- εναγώνιος
- εναγωνίως
- → δείτε τις λέξεις αγώνας και άγω