αγωνιώδης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγωνιώδης < αγωνία + -ώδης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anxieux)
Επίθετο
[επεξεργασία]αγωνιώδης
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγωνιώδης