αγωνιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγωνιώδης < αγωνία + -ώδης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anxieux)
Επίθετο[επεξεργασία]
αγωνιώδης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγωνιώδης