anxieux
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- anxieux < δημώδης λατινική anxiosus < λατινική anxius
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | anxieux | anxieux |
θηλυκό | anxieuse | anxieuses |
anxieux (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | anxieux | anxieux |
θηλυκό | anxieuse | anxieuses |
anxieux (fr)