anxiogène

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anxiogène < anxieux + -gène

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.ksjɔ.ʒɛn/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anxiogène anxiogènes

anxiogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]