κοπιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- κοπιάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοπιάζω < κόπος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.piˈa.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]κοπιάζω, πρτ.: κοπίαζα, στ.μέλλ.: θα κοπιάσω, αόρ.: κοπίασα, χωρίς παθητική φωνή
- κάνω προσπάθεια για κάτι
- μια ζωή κοπίαζαν για να τα βγάλουν πέρα
- ≈ συνώνυμα: αγωνίζομαι, εργάζομαι σκληρά, μοχθώ
Κλίση
[επεξεργασία]Με προφορά τεσσάρων συλλαβών
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοπιάζω | κοπίαζα | θα κοπιάζω | να κοπιάζω | κοπιάζοντας | |
β' ενικ. | κοπιάζεις | κοπίαζες | θα κοπιάζεις | να κοπιάζεις | κοπίαζε | |
γ' ενικ. | κοπιάζει | κοπίαζε | θα κοπιάζει | να κοπιάζει | ||
α' πληθ. | κοπιάζουμε | κοπιάζαμε | θα κοπιάζουμε | να κοπιάζουμε | ||
β' πληθ. | κοπιάζετε | κοπιάζατε | θα κοπιάζετε | να κοπιάζετε | κοπιάζετε | |
γ' πληθ. | κοπιάζουν(ε) | κοπίαζαν κοπιάζαν(ε) |
θα κοπιάζουν(ε) | να κοπιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοπίασα | θα κοπιάσω | να κοπιάσω | κοπιάσει | ||
β' ενικ. | κοπίασες | θα κοπιάσεις | να κοπιάσεις | κοπίασε | ||
γ' ενικ. | κοπίασε | θα κοπιάσει | να κοπιάσει | |||
α' πληθ. | κοπιάσαμε | θα κοπιάσουμε | να κοπιάσουμε | |||
β' πληθ. | κοπιάσατε | θα κοπιάσετε | να κοπιάσετε | κοπιάστε | ||
γ' πληθ. | κοπίασαν κοπιάσαν(ε) |
θα κοπιάσουν(ε) | να κοπιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοπιάσει | είχα κοπιάσει | θα έχω κοπιάσει | να έχω κοπιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοπιάσει | είχες κοπιάσει | θα έχεις κοπιάσει | να έχεις κοπιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοπιάσει | είχε κοπιάσει | θα έχει κοπιάσει | να έχει κοπιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοπιάσει | είχαμε κοπιάσει | θα έχουμε κοπιάσει | να έχουμε κοπιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοπιάσει | είχατε κοπιάσει | θα έχετε κοπιάσει | να έχετε κοπιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοπιάσει | είχαν κοπιάσει | θα έχουν κοπιάσει | να έχουν κοπιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοπιάζω
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- κοπιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοπιάζω < ελληνιστική κοινή κοπιάζω
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κοπιάζω, πρτ.: κόπιαζα, στ.μέλλ.: θα κοπιάσω, αόρ.: κόπιασα, συνήθως στην προστακτική - χωρίς παθητική φωνή
- έρχομαι, φτάνω, επισκέπτομαι
- ελάτε, κοπιάστε να φάμε!
- καλώς εκοπιάσατε! : καλωσήλθατε!
- (απειλητικό)
- ας κοπιάσει από δω και θα του δείξω εγώ!
Κλίση
[επεξεργασία]Με προφορά τριών συλλαβών
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοπιάζω | κόπιαζα | θα κοπιάζω | να κοπιάζω | κοπιάζοντας | |
β' ενικ. | κοπιάζεις | κόπιαζες | θα κοπιάζεις | να κοπιάζεις | κόπιαζε | |
γ' ενικ. | κοπιάζει | κόπιαζε | θα κοπιάζει | να κοπιάζει | ||
α' πληθ. | κοπιάζουμε | κοπιάζαμε | θα κοπιάζουμε | να κοπιάζουμε | ||
β' πληθ. | κοπιάζετε | κοπιάζατε | θα κοπιάζετε | να κοπιάζετε | κοπιάζετε | |
γ' πληθ. | κοπιάζουν(ε) | κόπιαζαν κοπιάζαν(ε) |
θα κοπιάζουν(ε) | να κοπιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόπιασα | θα κοπιάσω | να κοπιάσω | κοπιάσει | ||
β' ενικ. | κόπιασες | θα κοπιάσεις | να κοπιάσεις | κόπιασε | ||
γ' ενικ. | κόπιασε | θα κοπιάσει | να κοπιάσει | |||
α' πληθ. | κοπιάσαμε | θα κοπιάσουμε | να κοπιάσουμε | |||
β' πληθ. | κοπιάσατε | θα κοπιάσετε | να κοπιάσετε | κοπιάστε | ||
γ' πληθ. | κόπιασαν κοπιάσαν(ε) |
θα κοπιάσουν(ε) | να κοπιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοπιάσει | είχα κοπιάσει | θα έχω κοπιάσει | να έχω κοπιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοπιάσει | είχες κοπιάσει | θα έχεις κοπιάσει | να έχεις κοπιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοπιάσει | είχε κοπιάσει | θα έχει κοπιάσει | να έχει κοπιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοπιάσει | είχαμε κοπιάσει | θα έχουμε κοπιάσει | να έχουμε κοπιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοπιάσει | είχατε κοπιάσει | θα έχετε κοπιάσει | να έχετε κοπιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοπιάσει | είχαν κοπιάσει | θα έχουν κοπιάσει | να έχουν κοπιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ας κοπιάσει
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοπιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)