let

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας let
γ΄ ενικό ενεστώτα lets
αόριστος let
παθητική μετοχή let
ενεργητική μετοχή letting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lɛt/

Ρήμα[επεξεργασία]

let (en)

  1. αφήνω
  2. (μεταβατικό) ενοικιάζω σε κάποιον άλλο
    Mrs. Smith lets rooms.
    Η κύρια Σμιθ ενοικιάζει δωμάτια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rent
  3. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 294. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ενοικιάζω