let
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | let |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lets |
αόριστος | let |
παθητική μετοχή | let |
ενεργητική μετοχή | letting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
let (en)
- (μεταβατικό) αφήνω, για
- ↪ Let me see!
- Για να δω!
- ↪ Let me see!
- (μεταβατικό) βγάζω, επιτρέπω σε κάποιον ή κάτι να πάει κάπου
- ↪ I let the air out of a tire.
- Βγάζω τον αέρα από ένα λάστιχο.
- ↪ Let me out!
- Βγάλε με έξω!
- ↪ I let the air out of a tire.
- (χωρίς παθητική φωνή) έστω, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι υποθέτω ότι κάτι είναι αληθινό όταν υπολογίζω κάτι
- ↪ Let AB equal to CD.
- Έστω ΑΒ ίσον με ΓΔ.
- ↪ Let AB equal to CD.
- (μεταβατικό) ενοικιάζω σε κάποιον άλλο
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- let (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- let (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 188, 294, 339. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, για, ενοικιάζω, έστω