let

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας let
γ΄ ενικό ενεστώτα lets
αόριστος let
παθητική μετοχή let
ενεργητική μετοχή letting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lɛt/

Ρήμα[επεξεργασία]

let (en)

  1. (μεταβατικό) αφήνω, για, ας
    Let me see!
    Για να δω!
    Let him try!
    Ας κοπιάσει!
  2. (μεταβατικό) βγάζω, επιτρέπω σε κάποιον ή κάτι να πάει κάπου
    I let the air out of a tire.
    Βγάζω τον αέρα από ένα λάστιχο.
    Let me out!
    Βγάλε με έξω!
  3. (χωρίς παθητική φωνή) έστω, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι υποθέτω ότι κάτι είναι αληθινό όταν υπολογίζω κάτι
    Let AB equal to CD.
    Έστω ΑΒ ίσον με ΓΔ.
  4. (μεταβατικό) ενοικιάζω σε κάποιον άλλο
    Mrs. Smith lets rooms.
    Η κύρια Σμιθ ενοικιάζει δωμάτια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rent

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]