άντε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άντε < άμετε < μεσαιωνική ελληνική άμε[1] < αρχαία ελληνική ἄγετε, προστακτική του ἄγω[2]. Δείτε και το άιντε, δάνειο από την οθωμανική τουρκική هایدی (haydi) (τουρκική haydi)[3] ή οθωμανική τουρκική هایده (hayde) (τουρκική hayde).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.de/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐ντε

Επιφώνημα[επεξεργασία]

άντε!

  1. ισοδύναμο με την προστακτική πήγαινε!
    Άντε στο καλό σου, άνθρωπέ μου!
     συνώνυμα: άι, άμε
  2. εκφράζει προτροπή
    Άντε, σηκωθείτε να πηγαίνουμε!
     συνώνυμα: μπρος
  3. εκφράζει έκπληξη ή ειρωνεία
    — Είδα τον αγιο-Βασίλη στο δρόμο! —Άντε! μη μου το λες!
     συνώνυμα: σώπα!

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]
  • άντε άντε όποιο(ς) κι όποιο(ς), ο κάθε τυχών
  • άντε καλέ! (ιδιωματισμός, δυσπιστία)
  • άντε να / (μετά) (εσύ) να: (χρησιμοποιείται σε όλα τα πρόσωπα προκειμένου να εκφράσει κάποιος την υποτιθέμενη ή ευνόητη ματαιότητα ή δυσκολία μίας προσπάθειας ή ενέργειας): πήγαινε/προσπάθησε (μετά) (εσύ) να
    μου το λέει την τελευταία πάντα στιγμή κι άντε μετά εγώ να τρέχω να προλάβω
    φεύγει και σου αφήνει κάτι οδηγίες γραμμένες στο πόδι κι άντε μετά εσύ να καταλάβεις τι θέλει να κάνεις
  • άντε ντε! (προτρεπτικό με έμφαση)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. άντε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. άντε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

άντε < άρτε με τροπή [rt] > [nd][1] αρχαία ελληνική ἄρτος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈande/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άντε αρσενικό [2]

  • άλλη μορφή του άρτε: το ψωμί
    Σάμερε όμ' έχουντε άντε - Σήμερα δεν έχουμε ψωμί. (κατά λέξη: Σήμερα δεν είμαστε έχοντες ψωμί.)
    ※  Ήγκι δύ' κολέγοιδε, ήγκ' έγγουντε ταν Αράχοβα, τσ̌' εκατσάκαϊ τα βρύση. Ορπαρί λοιπόν, πίντε ύο, ήγκ' έχουντε τσ̌ι άντε παρτέ μαζί, πε ν̌' οράτσ̌ε από κιά ήγκιαϊ, παλαιοί ήγκι, εζάκαϊ οπά, εκατσάκαϊ χάμου, ένα άντε, δύ' άντοι, τσ̌αι πίντε τσ̌αι ύο, 'φαήκαϊ εφτά άντοι.
    Ήταν δυο φίλοι, πήγαιναν στην Αράχοβα, κι εκάθησαν στη βρύση. Εκειδά λοιπόν, πίνοντας νερό, είχαν και ψωμί πάρει μαζί, ποιός το είδε από πού ήταν, παλαιοί ήταν, επήγαν εκεί, εκάθησαν κάτω, ένα ψωμί, δύο ψωμιά, και πίνοντας και νερό, έφαγαν εφτά ψωμιά!
    Α εφτακαρβελού, αφήγηση: Σωτήρης Μαργέλος, 1981 στο: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου, (Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών) σελ. 414, greek-language.gr
    ※  όπφου τθον ουρανέ έτρου τσ̌αι τθαν ι-γή. τον άντε νάμου τον επιούσιε, / δι σ΄ ενεί σάμερε, τσ̌αι άφε σ΄ ενεί τα χρήα νάμου (τα οφειλήματα νάμου)
    Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν
    Κυριακή προσευχή, στα τσακωνικά, leonidion.gr

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

άντε < οπως το νεοελληνικό άντε

Επιφώνημα[επεξεργασία]

άντε! ή άιντε [3]

  • (ρηματικός τύπος: προστακτική) άντε

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ρτ>ντ, Φωνητικά Φαινόμενα, Τόμος 1ος - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987)
  2. άρτε - σελ.138.jpg, τόμ.1Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens
  3. άντε - σελ.87.jpg, τόμ.1Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 9.