άμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άμε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄμε, προστακτική του πηγαίνω < ἄγωμε < αρχαία ελληνική ἄγωμεν < ἄγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐με
- τονικό παρώνυμο: αμέ
Επιφώνημα[επεξεργασία]
άμε
- (λαϊκότροπο) ισοδύναμο με την προστακτική πήγαινε
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άμε
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)