αμέτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμέτε < άμετε < άμε < μεσαιωνική ελληνική ἄμε < αρχαία ελληνική ἄγωμεν < ἄγω
Επιφώνημα[επεξεργασία]
αμέτε
- άλλη μορφή του άμετε