σώπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σώπα < → λείπει η ετυμολογία
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σώπα
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σωπαίνω
- (ειδικότερα) μη μου το λες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σώπα