θαυμαστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαυμαστικό τα θαυμαστικά
      γενική του θαυμαστικού των θαυμαστικών
    αιτιατική το θαυμαστικό τα θαυμαστικά
     κλητική θαυμαστικό θαυμαστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θαυμαστικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θαυμαστικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική point d'exclamation[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θav.ma.stiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαυ‐μα‐στι‐κό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θαυμαστικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

θαυμαστικό

Αναφορές

[επεξεργασία]